- βογκηχτά
- επίρρ. τροπ., με βογκητό, με στεναγμούς: Υπέφερε βογκηχτά, προσπαθώντας να πνίξει τον πόνο του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.